προστροπος

προστροπος
    πρόστροπος
    2
    Soph. = προστρόπαιος См. προστροπαιος I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προστροπος" в других словарях:

  • πρόστροπος — suppliant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόστροπος — ὁ, Α [προστρέπω] 1. ο προστρόπαιος* 2. (κατά τον Φώτ.) «κατηραμένος» …   Dictionary of Greek

  • πρόστροπον — πρόστροπος suppliant masc/fem acc sg πρόστροπος suppliant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόστροποι — πρόστροπος suppliant masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»